βέβαιος

βέβαιος
η , ο [αία, ον]
1) верный, несомненный, безусловный; неизбежный; определённый;

βέβαιος κίνδυνος — явная опасность;

βέβαιος θάνατος — верная смерть;

η καταστροφή είναι βεβαία катастрофа неизбежна;
2) верный, несомненный, достоверный;

βέβαιες πληροφορίες — достоверные сведения;

τό πράμα είναι βέβαιο — это верно;

3) уверенный, убеждённый;

απόλυτα βέβαιβέβαιος — абсолютно, совершенно уверен;

είμαι βέβαιος ότι.. — быть уверенным, что...;

είμαι βέβαιος γιά (περί)... — быть уверенным в ...;

να είσθε βέβαιος — будьте уверены;

4) перен. прочный, устойчивый;
βεβαία γνώμη твёрдое мнение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βέβαιος" в других словарях:

  • βέβαιος — firm masc nom sg βέβαιος firm masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βέβαιος — η, ο (AM βέβαιος, α, ον) 1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. (για πρόσωπο) σταθερός νεοελλ. (για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το βεβαιότητα, σταθερότητα… …   Dictionary of Greek

  • βέβαιος — η, ο επίρρ. βέβαια και βεβαίως αντίθ. αβέβαιος 1. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ο αδιαμφισβήτητος: Η εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο είναι βέβαιη. 2. αυτός που είναι σίγουρος, πεισμένος για κάτι γιατί το γνωρίζει καλά: Είμαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χρόνια βέβαιος μάρτυς ἐς ἀλήθειαν. — χρόνια βέβαιος μάρτυς ἐς ἀλήθειαν. См. Давность не малый свидетель …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βεβαιότερον — βέβαιος firm adverbial comp βέβαιος firm masc acc comp sg βέβαιος firm neut nom/voc/acc comp sg βέβαιος firm adverbial comp βέβαιος firm masc acc comp sg βέβαιος firm neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιοτάτων — βέβαιος firm fem gen superl pl βέβαιος firm masc/neut gen superl pl βέβαιος firm fem gen superl pl βέβαιος firm masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιοτέραις — βέβαιος firm fem dat comp pl βεβαιοτέρᾱͅς , βέβαιος firm fem dat comp pl (attic) βέβαιος firm fem dat comp pl βεβαιοτέρᾱͅς , βέβαιος firm fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιοτέρων — βέβαιος firm fem gen comp pl βέβαιος firm masc/neut gen comp pl βέβαιος firm fem gen comp pl βέβαιος firm masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιότατα — βέβαιος firm adverbial superl βέβαιος firm neut nom/voc/acc superl pl βέβαιος firm adverbial superl βέβαιος firm neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιότατον — βέβαιος firm masc acc superl sg βέβαιος firm neut nom/voc/acc superl sg βέβαιος firm masc acc superl sg βέβαιος firm neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαίως — βέβαιος firm adverbial βέβαιος firm masc acc pl (doric) βέβαιος firm adverbial βέβαιος firm masc/fem acc pl (doric) βεβαιόω confirm imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»